4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

O ¶νθρωπος Που Γελά

Mια νύχτα, απ? τις νύχτες του Γενάρη μιας καινούργιας χρονιάς ενός παλιού αιώνα οπού,
καθώς λένε, ο Kαβάφης συνάντησε τον Mέγαν Aλέξανδρο?
Kαθ? ότι λένε, πως έγινε κι αυτό!

Mόνον που είναι ακροθιγώς κι αχνά ιστορημένο! Διότι πολύ λίγοι θα το πίστευαν
περισσότερον απ? όσον πίστευαν κι αυτά που λέει η «Φυλλάδα του Mεγαλέξανδρου» ― γι? αυτό
ακριβώς και είναι ακροθιγώς κι αχνά ιστορημένο.
Όμως, λένε, έγινε!
Έγινε κι αυτό!?

***

O ¶νθρωπος Που Γελά, διαθέτει όλα τα στοιχεία και πιστεύει πως η ιστορία αυτή είναι
πραγματική. Πλην όμως, επειδή με κάτι τέτοια φρίττουν οι λογοτεχνικοί κύκλοι στη χώρα μας
και παθαίνουν ταράκουλο οι σοβαροί κι επιφανείς ταγοί της γραμματείας μας, η ιστορία έχει
αφεθεί να ξεχαστεί,

άλλωστε δεν κράτησε πολύ κι ούτε είχε δα κολοσσιαίες συνέπειες στην ιστορία της
ανθρωπότητος, ώστε να θεωρηθεί απώλεια η απώλειά της?
Ήταν απογευματάκι Σαββάτου. O Aλεξανδρινός ποιητής βάδιζε μια βόλτα χωρίς σκοπό
βυθισμένος στις σκέψεις του και στον Aλεξανδρινό του κόσμο. Ίσως μάλιστα να σμίλευε τους
χαρακτήρες ή να ένοιωθε τους πρώτους ήχους κάποιων στίχων ή τα χρώματα, όταν

τον σταμάτησε μεγάλη επιθυμία! H πιο φυσική επιθυμία για τον Aλεξανδρινό ποιητή ― να
έβλεπε λέει τον ίδιο τον Aλέξανδρο!
Aπό χρόνια θα είχε αυτήν την επιθυμία, κι όλο θα τον φανταζόταν κι όλο θα τον έπλαθε κι
όλο θα ήθελε, λέει, να δει αυτόν που έστησε έναν κόσμο που κρατάει ως τα σήμερα, τον
κόσμο μας, ώσπου,

αίφνης, εκείνο το απόγευμα όλα έγιναν απλά: ο ποιητής ήξερε ότι απόψε θα έβλεπε τον
Aλέξανδρο!
Πήγε με βήμα κάπως βιαστικό σ? ένα απ? τα γνωστά του στέκια, έναν απόμερο καφενέ, δεν
είχε σημασία σε ποιον, ο Aλέξανδρος θα ερχόταν·· κάθησε, παρήγγειλε τσάι, στύλωσε τα
μάτια του στην πόρτα και περίμενε. Ώσπου να βραδυάσει ο Mέγας Aλέξανδρος θα ερχόταν, θα
είχε φανεί! ― περί τούτου δεν αμφέβαλλε! το μόνον που αναρωτιόταν, ήταν σε ποια ηλικία θα
ερχόταν, σε ποια ηλικία θα τον έβλεπε,?

***

Πράγματι! Tην ώρα που το κίτρινο εσπερινό φως διαδεχόταν το κίτρινο φως απ? τις παλιές
λάμπες του καφενέ, άνοιξε η πόρτα κι ο θεϊκός γιος της φωτιάς μπήκε.
Ήταν γύρω στα 45, παρ? ότι δεν έζησε τόσο, ήταν όντως κοντός, έγερνε πράγματι το κεφάλι
του λίγο λοξά με μια κομψότητα άκρως πρωτότυπη, φορούσε έναν φρεσκοπλυμένον σπαρτιάτικον
τρίβωνα και στο κεφάλι του είχε στερεώσει με χρυσό δίκτυ δυο κέρατα τράγια που στεφάνωναν
βουστροφηδόν το μέτωπό του.
Στάθηκε, κοίταξε γύρω του, είδε ότι δεν τον έβλεπε κανείς εκτός απ? τον Aλεξανδρινό,
χαμογέλασε και ρώτησε: «Mε φώναξες, δάσκαλε;»

Σαν ο χρόνος ν? άρχισε να κυλά πιο αργά, ο ποιητής έμεινε να κοιτά τον μαθητή του
Aριστοτέλη με όλες του τις αισθήσεις.
Aπ? το σπαθί του έτρεχε αίμα και φόνος. Aπ? τα μάτια του περνούσαν χάρτες και πόλεις. Tα
μαλλιά του μοσχοβολούσαν το άρωμα της Pωξάνης και στην αγκαλιά του φώλιαζαν ο Πάτροκλος
και ο Iουλιανός, ο Παλαιολόγος και ο λορντ-Mπάυρον! Eίχε τη λάμψη απ? τη φωτιά της
Περσέπολης, τη φλόγα του Φάρου και την πυρκαγιά της Bιβλιοθήκης της Aλεξάνδρειας. Mια
πίκρα απ? το φαρμάκι του Kάσσανδρου στην άκρη των χειλιών, κι ένα ρίγος απ? τον πυρετό
της Bαβυλώνας στο σώμα.
-----------------------------------------------
Πλησίασε και κάθησε στο τραπέζι απέναντι απ? τον ποιητή. Kάτι απ? τη σκοτεινιά του
Kλείτου κάθησε μαζί του, «θα σε κερνούσα το νερό που δεν ήπιες στη Γεδρωσία» είπε ο
ποιητής, «αλλά δεν είμαι Aλέξανδρος»?
Aπέμειναν σιωπηλοί.
O ποιητής ρώτησε χίλια πράγματα τον στρατηλάτη για χίλια κι άλλα τόσα χρόνια πριν, για
χίλια κι άλλα τόσα χρόνια μετά. O Aλέξανδρος, λένε, του απαντούσε σε όλα να τον φωτίσει·
για τον Θεό και τον θάνατο, το πώς και το γιατί. ¶λλοι λένε ότι όλα έγιναν σε μια στιγμή
κι άλλοι πως κράτησε η κουβέντα τους όλη νύχτα.
------------------------------------------------
Kάποια στιγμή ο Aλέξανδρος μοσχοβόλησε παλιό χαρτί και κρασί, σηκώθηκε και αποχαιρέτησε
τον ποιητή. «Xαίρε!» είπε· στράφηκε στην πόρτα, την άνοιξε κι έφυγε?
Aπό τότε, οι γνωρίζοντες επιμένουν ότι ο ποιητής κατείχε πράγματα μυστικά που δεν τα
μάθαμε ποτέ ― κι ας λένε οι βιογράφοι του τα γνωστά ότι γέρασε, παραξένεψε περισσότερο,
αρρώστησε και πέθανε.
Aυτά λέει η βιογραφία του Aλεξανδρινού, οι μύστες όμως ψάχνουν να μάθουν τι λέει η
φυλλάδα του!

***

Λέει λοιπόν ο ¶νθρωπος Που Γελά ότι η φυλλάδα του Aλεξανδρινού γράφει πως ο Aλέξανδρος
ζει και ποτίζει με αθάνατο νερό τα παιδιά! Kαι ότι παιδιά είναι οι άνθρωποι, όσο δεν
χρειάζονται ακόμα την ποίηση. Λέει, λένε, η φυλλάδα του Aλεξανδρινού?
Ποιος ξέρει?

ΣTAΘHΣ Σ.